ξελασπώνω

ξελασπώνω
ξελάσπωσα, ξελασπώθηκα, ξελασπωμένος
1. μτβ., βγάζω τη λάσπη, καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τη λάσπη.
2. αμτβ., βγαίνω ή καθαρίζομαι από τη λάσπη.
3. μτφ., βοηθώ κάποιον να βγει από οικονομικό αδιέξοδο ή από δύσκολη γενικά θέση: Τον ξελάσπωσαν τ' αδέρφια του, αλλιώς ήταν χαμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξελασπώνω — ξελασπώνω, ξελάσπωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξελασπώνω — 1. καθαρίζω κάτι από τις λάσπες 2. βγαίνω ή απαλλάσσομαι από τις λάσπες 3. μτφ. α) βγάζω κάποιον από δύσκολη οικονομική κατάσταση β) βγαίνω από τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμουν («πλήρωσα τα χρέη μου και ξελάσπωσα») …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξελασπώνω …   Dictionary of Greek

  • ξελάσπωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξελασπώνω, απαλλαγή από δύσκολη θέση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”