- ξελασπώνω
- ξελάσπωσα, ξελασπώθηκα, ξελασπωμένος1. μτβ., βγάζω τη λάσπη, καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τη λάσπη.2. αμτβ., βγαίνω ή καθαρίζομαι από τη λάσπη.3. μτφ., βοηθώ κάποιον να βγει από οικονομικό αδιέξοδο ή από δύσκολη γενικά θέση: Τον ξελάσπωσαν τ' αδέρφια του, αλλιώς ήταν χαμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.